παράτρητος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ον,
A pierced at the side, αὐλὸς π., of a flute used for mournful airs, Poll.4.81 ; π. αὐλίσκος an injecting tube, Ruf. ap. Orib.8.24.62 ; π. πόροι Antyll.ib.50.3.3.
German (Pape)
[Seite 504] auf der Seite durchbohrt od. mit Löchern, αὐλός, nach Poll. 4, 81, eine Flöte zu Trauerliedern.
Greek (Liddell-Scott)
παράτρητος: -ον, τετρυπημένος κατὰ τὰ πλάγια, αὐλὸς π., ᾧ ἐχρῶντο ἐν τοῖς θρησκευτικοῖς μέλεσιν, «αὐλοὶ παράτρητοι θρήνοις ἥρμοττον, ὀξὺ καὶ νωθὲς πνέοντες» Πολυδ. Δ΄, 81· π. αὐλίσκος, σωληνίσκος χρήσιμος εἰς ἐνέσεις φαρμάκων, «τῶν αὐλίσκων οἱ μέν εἰσιν εὐθύτρητοι, οἱ δὲ παράτρητοι» Ροῦφ. σελ. 234 Matth.