παράτρητος

From LSJ
Revision as of 11:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράτρητος Medium diacritics: παράτρητος Low diacritics: παράτρητος Capitals: ΠΑΡΑΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: parátrētos Transliteration B: paratrētos Transliteration C: paratritos Beta Code: para/trhtos

English (LSJ)

ον,

   A pierced at the side, αὐλὸς π., of a flute used for mournful airs, Poll.4.81 ; π. αὐλίσκος an injecting tube, Ruf. ap. Orib.8.24.62 ; π. πόροι Antyll.ib.50.3.3.

German (Pape)

[Seite 504] auf der Seite durchbohrt od. mit Löchern, αὐλός, nach Poll. 4, 81, eine Flöte zu Trauerliedern.

Greek (Liddell-Scott)

παράτρητος: -ον, τετρυπημένος κατὰ τὰ πλάγια, αὐλὸς π., ᾧ ἐχρῶντο ἐν τοῖς θρησκευτικοῖς μέλεσιν, «αὐλοὶ παράτρητοι θρήνοις ἥρμοττον, ὀξὺ καὶ νωθὲς πνέοντες» Πολυδ. Δ΄, 81· π. αὐλίσκος, σωληνίσκος χρήσιμος εἰς ἐνέσεις φαρμάκων, «τῶν αὐλίσκων οἱ μέν εἰσιν εὐθύτρητοι, οἱ δὲ παράτρητοι» Ροῦφ. σελ. 234 Matth.