ἀμβολάδην

From LSJ
Revision as of 10:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβολάδην Medium diacritics: ἀμβολάδην Low diacritics: αμβολάδην Capitals: ΑΜΒΟΛΑΔΗΝ
Transliteration A: amboládēn Transliteration B: amboladēn Transliteration C: amvoladin Beta Code: a)mbola/dhn

English (LSJ)

[ᾰδ,] Adv., poet. for ἀναβολάδην: ((ἀναβολή):—

   A bubbling up, ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον . . πάντοθεν ἀ. Il.21.364, cf. Hdt.4.181: metaph., by jets, i.e. capriciously, AP10.70 (Maced.).    II like an ἀναβολή or prelude, h.Merc.426, Pi.N.10.31.

German (Pape)

[Seite 118] aufsprudelnd, Hom. einmal, vom Wasser im kochenden Fleischtopfe, Il. 21, 364; ζέει ἀμβ. κρήνη Her. 4, 181; aber Pind. N. 10, 33 ἀμβ. ὀμφαὶ αὐτὸν κώμασαν erinnert an ἀναβάλλεσθαι. präludirend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβολάδην: [ᾰδ], ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ ἀναβολάδην, ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ: (ἀναβολή)· μετὰ καχλασμοῦ, ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον ... πάντοθεν ἀμβολάδην Ἰλ. Φ. 364, ὅθεν ἐδανείσθη αὐτὸ ὁ Ἡρόδ. (4. 181): μεταφ. μετὰ χρονισμοῦ, μετ’ ἀναβολῆς, ἰδιοτρόπως Ἀνθ. Π. 10. 70. ΙΙ. ἐν εἴδει προοιμίου ἢ προανακρούσματος, ὡς τὸ ἀναβολὴ (ἀμβολὰ παρὰ Πινδάρῳ Π. 1. 4): γηρύετ’ ἀμβολάδην Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 426, Πινδ. Ν. 10. 62: «ἀμβολάδην, ἀναβάλλων ἢ ἐξ ὑποβολῆς· ἀμβολαὶ γὰρ διαναβολαί· ἀρχὴ καὶ προοίμιον παρὰ τοῖς μουσικοῖς» Ἐτυμ. Μ. 80. 21.