ἐχέμυθος
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
ον,
A taciturn, in Sup., Suid.
German (Pape)
[Seite 1124] die Rede an sich haltend, verschwiegen, schweigsam, Sp., nach dem homerischen ἀλλ' ἔχετ' ἐν φρεσὶ μῦθον gebildet.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέμῡθος: -ον, κρατῶν τὸ μυστικόν, ὡς τὸ τοῦ Ὁμ. (Ὀδ. Τ. 502) ἀλλ’ ἔχε σιγῇ μῦθον, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 219Α, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ. καὶ Ζωναρ.