κατεπάλμενος
From LSJ
English (LSJ)
κατέπ-αλτο,
A v. καταπάλλομαι, κατεφάλλομαι.
German (Pape)
[Seite 1396] part. aor. II. zu κατεφάλλομαι, Il. 11, 94.
Greek (Liddell-Scott)
κατεπάλμενος: ἴδε κατεφάλλομαι·- ἀλλὰ κατέπαλτο, ἴδε ἐν λέξ. καταπάλλω.
Full diacritics: κατεπάλμενος | Medium diacritics: κατεπάλμενος | Low diacritics: κατεπάλμενος | Capitals: ΚΑΤΕΠΑΛΜΕΝΟΣ |
Transliteration A: katepálmenos | Transliteration B: katepalmenos | Transliteration C: katepalmenos | Beta Code: katepa/lmenos |
κατέπ-αλτο,
A v. καταπάλλομαι, κατεφάλλομαι.
[Seite 1396] part. aor. II. zu κατεφάλλομαι, Il. 11, 94.
κατεπάλμενος: ἴδε κατεφάλλομαι·- ἀλλὰ κατέπαλτο, ἴδε ἐν λέξ. καταπάλλω.