ὄρυζα
From LSJ
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
English (LSJ)
ἡ,
A rice, Oryza sativa, both the plant and the grain, Str.15.1.13, Aristobul.ib.18, Dsc.2.95 ; ὄ. ἑφθή, the food of the Indians, Megasth.28 ; οἶνος ἐξ ὀρύζης Ael.NA13.8:—also ὄρυζον, τό, Thphr. HP4.4.10. (v. ὀρίνδης.)
German (Pape)
[Seite 388] ἡ, u. ὄρυζον, τό, der Reis, die Pflanze u. die Frucht, Theophr., Strab., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρυζα: ἡ, τὸ «ῥύζι», τό τε φυτὸν καὶ τὸ σπέρμα, δηλ. ὁ καρπός, Στράβ. 690, 692, Διοσκ. 2. 117· ὀρ. ἑφθή, ἡ τροφὴ τῶν Ἰνδῶν, Μεγασθ. παρ’ Ἀθήν. 153Ε· οἶνος ὀρύζης Αἰλ. π. Ζ. 13. 8· - ὡσαύτως ὄρυζον, τό, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 10. (Ἐκ ῥίζης τινὸς τῶν Ἀνατολικῶν γλωσσῶν, ἴδε Curt. Gr. Et. σ. 523.)