περιτονία
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ἡ, f.l. for περιτένεια, Orib.10.27.11.
German (Pape)
[Seite 597] ἡ, das Anspannen, Straffmachen, Ausdehnen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
περιτονία: ἡ, = περίτασις, Ὀρειβ. 325 Matth.· πρβλ. περιταινία.