δουλιχόδειρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, Ion. for δολιχόδ-.
German (Pape)
[Seite 661] s. δολιχόδειρος; δουλιχόεις, s. δολιχόεις.
Greek (Liddell-Scott)
δουλῐχόδειρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ δολιχόδ-.
Full diacritics: δουλῐχόδειρος | Medium diacritics: δουλιχόδειρος | Low diacritics: δουλιχόδειρος | Capitals: ΔΟΥΛΙΧΟΔΕΙΡΟΣ |
Transliteration A: doulichódeiros | Transliteration B: doulichodeiros | Transliteration C: doulichodeiros | Beta Code: doulixo/deiros |
ον, Ion. for δολιχόδ-.
[Seite 661] s. δολιχόδειρος; δουλιχόεις, s. δολιχόεις.
δουλῐχόδειρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ δολιχόδ-.