πολύαρνος

From LSJ
Revision as of 09:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me

Source

German (Pape)

[Seite 659] viele Lämmer oder Schaafe habend, ist auch nur angenommen zu dem Vorigen, wie πολυάρην.)

Greek (Liddell-Scott)

πολύαρνος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ἀρνία ἢ πρόβατα, πλούσιος εἰς ποίμνια, ἑτερόκλ. δοτ. πολύαρνι Ἰλ. 2. 106· ἴδε πολύρρηνος.