μολών

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 de βλώσκω : μολὼν λαβέ viens les prendre (réponse de Léonidas).

English (Autenrieth)

see βλώσκω.

Russian (Dvoretsky)

μολών: part. к μολεῖν (см. *βλώσκω).