ἕλκυσμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is drawn, i.e. spun wool, Hsch.s.v.ἀφρῖνον (pl.). 2 pl., κυνῶν ἑ. bodies torn by dogs, Man.4.200. 3 = σκωρία, dross of silver, because drawn off with a hook, Dsc.5.86, Gal.12.236, Orib.Fr. 90.
German (Pape)
[Seite 799] τό, das Gezogene, – a) gesponnene Wolle, VLL. – b) das Davongeschleppte, die Beute, Man. 4, 200. – c) der Abgang beim Schmelzen des Silbers, = σκωρία, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἕλκυσμα: τό, τὸ ἑλκόμενον, τὸ κλωθόμενον ἔριον, νῆμα, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀφρῖνον. 2) = ἕλκημα, σπάραγμα, κυνῶν θ’ ἑλκύσματα Μανέθων 4. 200. 3) = σκωρία ἀργύρου, ἡ δὲ τοῦ ἀργύρου σκωρία καλεῖται ἕλκυσμα ἢ ἔγκαυμα Διοσκ. 5. 101.