μυχθώδης
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
ες,
A like one snorting, πνεύματα μ. hard-drawn breath, Hp.Coac.529.
German (Pape)
[Seite 224] ες, nach der Art eines Seufzenden, Stöhnenden, Hippocr., wie von μύχθος, welches nicht vorkommt.
Greek (Liddell-Scott)
μυχθώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐν εἴδει μυχθισμοῦ, ὅμοιος πρὸς στενάζοντα, πνεύματα μ., δύσπνοια, Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 203, πρβλ. 206· ὡς ἐκ τοῦ μύχθος = μυχθισμός.