ἁβροδίαιτα
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A luxurious living, a faulty compd., AB322, Suid, Ael.VH12.24 (in lemmate).
German (Pape)
[Seite 4] ἡ, üppige Lebensweise, Ael. V. H. 12, 24. (VLL. τρυφερὰ ζωὴ καὶ ἁπαλή).
Greek (Liddell-Scott)
ἁβροδίαιτα: ἡ, πολυτελής, πολυδάπανος βίος· ἐσφαλμένως συντεθὲν (ἴδ. Λοβ. Φρύν. 603) ἐν Α. Β. 322. Σουίδ., Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 24. ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.