ἀρτιάζω
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
(ἄρτιος)
A play at odd and even, Ar.Pl.816; ἀστραγάλοις ἀ. Pl.Ly.206e, prob. in Arist.Div.Somn.463b20. II count, AP 12.145.
German (Pape)
[Seite 361] 1) gerade od. ungerade spielen, Ar. Plut. 816; Plat. Lys. 206 e; Xen. Hipparch. 5, 10. – 2) genau angeben, zählen, ψεκάδα ἀριθμητήν Ep. ad. 34 (XII, 145).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιάζω: μελλ. -άσω, (ἄρτιος) παίζω «μονὰ ζυγά», Λατ. par impar ludere, στατῆρσι δὲ οἱ θεράποντες ἀρτιάζομεν χρυσοῖς Ἀριστοφ. Πλ. 816· ἠρτίαζον ἀστραγάλοις παμπόλλοις Πλάτ. Λύσ. 206Ε· πρβλ. ποσίνδα. ΙΙ. ἀριθμῶ, Ἀνθ. ΙΙ. 12, 145.