εἰσευπορέω
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
A procure in plenty, τὸ πλεῖστον Supp.Epigr.1.366.40 (Samos, iii B.C.); χρήματα τῇ πόλει D.S.16.40 ; ποθόδους τοῖς ἐγχωρίοις GDI3069 (Selymbria) : abs., SIG364.74 (Ephesus).
German (Pape)
[Seite 743] reichlich hereinschaffen, χρήματα τῇ πόλει D. Sic. 16, 40.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσευπορέω: χορηγῶ ἐν ἀφθονίᾳ, χρήματα τῇ πόλει Διόδ. 16. 40.