φυλίκη

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

German (Pape)

[Seite 1314] ἡ, ein stets grünender Baum, eine Rhamnusart; nach Andern = Vorigem; auch φιλύκη geschrieben; Theophr. u. Diosc.

Greek Monolingual

η / φιλύκη, ΝΑ, και φιλύκη Ν
βοτ. είδος θάμνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τον τ. φυλία «είδος δένδρου», δεν θεωρείται πιθανή].