φυλίκη
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1314] ἡ, ein stets grünender Baum, eine Rhamnusart; nach Andern = Vorigem; auch φιλύκη geschrieben; Theophr. u. Diosc.
Greek Monolingual
η / φιλύκη, ΝΑ, και φιλύκη Ν
βοτ. είδος θάμνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τον τ. φυλία «είδος δένδρου», δεν θεωρείται πιθανή].