φυλίκη

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

German (Pape)

[Seite 1314] ἡ, ein stets grünender Baum, eine Rhamnusart; nach Andern = Vorigem; auch φιλύκη geschrieben; Theophr. u. Diosc.

Greek Monolingual

η / φιλύκη, ΝΑ, και φιλύκη Ν
βοτ. είδος θάμνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τον τ. φυλία «είδος δένδρου», δεν θεωρείται πιθανή].