ἰσχυροπότης
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
ου, ὁ,
A gloss on ζαπότης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1273] ὁ, starker Trinker, Hesych., Erkl. von ζαπότης.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡροπότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων ἰσχυρῶς, ὁ πίνων πολύ, Ἡσύχ. ἐν λ. ζαπότης.