δακτυλίζω
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
English (LSJ)
A = δακτυλοδεικτέω (in bad sense), Hsch. s.vv. ἐδακτύλιζον, σκινδαρεύεσθαι. II Pass. in metre, to be made a dactyl, Eust.874.8.
German (Pape)
[Seite 520] Hesych., = δακτυλοδεικτέω; bei Eustath. = einen Daktylus machen.
Greek (Liddell-Scott)
δακτυλίζω: μέλλ. –ίσω, = δακτυλοδεικτέω, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐδακτ-.