δακτυλοδεικτέω

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλοδεικτέω Medium diacritics: δακτυλοδεικτέω Low diacritics: δακτυλοδεικτέω Capitals: ΔΑΚΤΥΛΟΔΕΙΚΤΕΩ
Transliteration A: daktylodeiktéō Transliteration B: daktylodeikteō Transliteration C: daktylodeikteo Beta Code: daktulodeikte/w

English (LSJ)

point with the finger, D.25.68: c. acc., D.C.61.17:—Pass., D.H.Rh.7.4, Ph.2.539.

Spanish (DGE)

I señalar con el dedo para avergonzar ἀλλ' ὅτι δακτυλοδεικτεῖτ' ἐπὶ τῷ πονηρότατον τῶν ὄντων ἁπάντων δεικνῦναι; D.25.68, ἐδακτυλοδείκτουν γε αὐτοὺς ἀλλήλοις D.C.61.17.4, τὴν ἐν τοῖς ἱματίοις γραφήν Ast.Am.Hom.1.3.2, αὐτὸν ... ἐπὶ τοῖς αἰσχίστοις Chrys.M.47.526, cf. Sm.Pr.6.13, Hsch.ε 389, en v. pas., D.S.13.103, Ph.22.539, D.H.Rh.7.4, Poll.2.155, Clem.Al.Paed.3.11.73, Ast.Am.Hom.3.10.3.
II fig.
1 apuntar a, indicar, significar en la exégesis bíblica tipológica Σημ καὶ Ἰαφετ δακτυλοδεικτοῦσι τοὺς περὶ τὸν Ἰωσήφ Nil.M.79.120C, cf. Ps.Caes.128.33.
2 abs. llamar la atención, poner énfasis δακτυλοδεικτῶν ... λέγει Cyr.H.Catech.18.18.

German (Pape)

[Seite 520] mit den Fingern zeigen, bezeichnen, τινά, Sp.; pass., καὶ εὐφημεῖσθαι D. Hal. rhet. 4 p. 273, 12. – Dem. ἐπίτινι 25, 67, verächtlich. S. das folgde.

French (Bailly abrégé)

δακτυλοδεικτῶ :
montrer du doigt en b. et en mauv. part.
Étymologie: δακτυλόδεικτος.

Russian (Dvoretsky)

δακτῠλοδεικτέω: показывать пальцем (ἐπί τινι Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλοδεικτέω: διὰ τοῦ δακτύλου δεικνύω, Δημ. 790. 20, Δίων Κ. 61. 17. ― Παθ., Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 7. 4. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 266.

Greek Monotonic

δακτῠλοδεικτέω: μέλ. -ήσω, δείχνω με το δάχτυλο, σε Δημ.

Middle Liddell

[from δακτυλόδεικτος
to point at with the finger, Dem.