εὐκλειής
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
German (Pape)
[Seite 1075] ές, ep. = εὐκλεής, Ap. Rh. 1, 869; adv. εὐκλειῶς, s. oben.
Greek Monolingual
εὐκλειής, -ές, ιων. και επικ. τ. του εὐκλεής (Α)
βλ. ευκλεής.