συναριστεύω
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
A do brave deeds together, ἅμα τινί E.Tr.804 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1004] mit od. zugleich brav od. tapfer sein, ἅμα τινί, Eur. Troad. 803.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰριστεύω: ἀριστεύω σύν τινι, ἅμα τινὶ Εὐρ. Τρῳ. 803.