σιδηρόνωτος
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ον,
A iron-backed, ἀσπίδος τύποι E.Ph. 1130.
German (Pape)
[Seite 879] mit eisernem Rücken, ἀσπίδος τύποι, Eur. Phoen. 1137.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόνωτος: -ον, ὁ ἔχων σιδηρᾶ νῶτα, ἀσπίδος τύποι Εὐρ. Φοίν. 1130.