ἐμπυρισμός
From LSJ
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
ὁ,
A = ἐμπρησμός (less Att., acc. to Phryn.313), Hyp. Lyc.Fr.4, Plb.9.41.5, LXXLe.19.6, Mon.Anc.Gr.19.8, Ath.Mech.12.6; burning of weeds, PSI4.338.7, al. (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 818] ὁ, Anzündung; Hyperid. bei Phryn., der wie Poll. 9, 156 es als unattisch für ἐμπρησμός tadelt; vgl. B. A. 97. Es findet sich bei Pol. 9, 41, 5 u. öfter; D. Sic. 20, 67 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπῠρισμός: ὁ, = ἐμπρησμός, Ὑπερείδης παρὰ Φρυν. σ. 335 (ἔκδ. Λοβεκίου), καὶ Πολυδ. Θ΄, 156, Πολύβ. 9. 41, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. VIII, ἠμελημένως λεχθὲν κατὰ τὸν Φρυν. ἔνθ’ ἀνωτ.