ἐχθοδοπέω
From LSJ
English (LSJ)
A show enmity towards, engage in hostility with, ὅ τέ μ' ἐχθοδοπῆσαι ἐφήσεις Ἥρῃ Il.1.518.
German (Pape)
[Seite 1125] feindselig handeln, ὅτε μ' ἐχθοδοπῆσαι ἐφήσεις Ἥρῃ Il. 1, 518, feindselig entgegentreten. Von
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθοδοπέω: δεικνύω ἔχθραν πρὸς τινα, φέρομαι ἐχθρικῶς πρὸς αὐτόν, ὅτε μ’ ἐχθοδοπῆσαι ἐφήσεις Ἥρῃ Ἰλ. Α. 518.