ἐπαποθνήσκω
From LSJ
English (LSJ)
A die after another, τινί Pl.Smp.180a, 208d, J.BJ5.12.3; ἐ. λόγοις die while yet speaking, Id.AJ13.11.3: abs., Plu.Aem.35.
German (Pape)
[Seite 904] (s. θνήσκω), dabei, hernach sterben, ἐπαποθανεῖν τετελευτηκότι, nach dem Gestorbenen sterben, Plat. Conv. 180 a 208 d; Ath. XIII, 602 d; absolut, nachher sterben, Plut. Aem. P. 35; τῇ νίκῃ, beim Siege, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαποθνήσκω: ἀποθνήσκω μετά τινα, τινὶ Πλάτ. Συμπ. 208D, πρβλ. 180Α· ἐπαποθνήσκει τοῖς λόγοις, ἀπονθήσκει ἐνῷ ἔτι ὡμίλει, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 11, 3· ἀπόλ., Πλουτ. Αἰμίλ. 35.