φρίκη
English (LSJ)
ἡ,
A shuddering, shivering, Hp.Aph.5.61; a mild form of ῥῖγος, Id.Morb.1.24, al.: cold fit before fever, Pl.Phdr.251a (metaph.,Id.R.387c), Thphr.Ign. 74, Nic.Th.721; φρ (ε) ίκη καὶ πυρετός IG3.1424.19 (Tab.Defix.), Sor. 1.27: pl., Arist.Pr.863b21. 2 shivering fear, shuddering, esp. from religious awe, φρίκης αὐτὸν ὑπελθούσης Hdt.6.134; τοίαν φ. παρέχεις μοι S.OT1306 (anap.); ὀρθόκερως φ. Id.Fr.875, cf. X.Cyr.4.2.15: generally, shivering fear of any kind, horror, φρίκᾳ τρομερὰν φρένα E.Ph.1284 (lyr.); ἐκπληχθεῖσα φρίκᾳ Id.Tr.183 (lyr.); φρίκᾳ ματρός Id.Ion898 (lyr.); μεγάλην ἐμποιεῖ φ. Phld.Ir.p.19 W.; ἀγωνία καὶ φ. Plu.Mar.43; φ. καὶ φόβος Id.Pel.27; φ. καὶ δέος Jul.ad Them. 253b; φρίκῃ καὶ σιωπῇ κατεχόμενον τὸ θέατρον Plu.Marc.20. 3 = φρίξ 1, ἀκύματος πορθμὸς ἐν φρίκῃ γελᾷ Trag.Adesp.336; ἐν γαλήνῃ φρίκης ὑποτρεχούσης Plu.2.921f; τὴν θάλατταν φ. κατέχει Alciphr.1.10; ἐπ' ἄκρᾳ τῇ φ. τῆς θαλάττης Ael.NA16.19. II frost, chill, φ. περὶ τὸν ὄρθρον γέγονε Gell.17.8.7.
German (Pape)
[Seite 1306] ἡ, 1) Unebenheit, Rauhheit. – 2) Schauder, Plat. Phaedr. 251 a; bes. Fieberschauder, Fieberfrost, φρίκη ἐν ῥέθεϊ σκηρίπτεται Nic. Ther. 721; – auch übtr., die mit heiligem Schauer verbundene Ehrfurcht vor der Gottheit, τοίαν φρίκην παρέχεις μοι Soph. O. R. 1306; Her. 6, 134; πᾶσι φρίκην πρὸς τὸ θεῖον ἐγγίγνεσθαι Xen. Cyr. 4, 2,15; τρομερά Eur. Troad. 185.
Greek (Liddell-Scott)
φρίκη: [ῑ], ἡ, = φρίξ, ὁ μικρὸς κυματισμὸς τῆς θαλάσσης, (ὡς τὸ Λατ. inhorrescit), Aἰλ. περὶ Ζῴων 16. 19, Πλούτ. 2. 921F, κλπ. ΙΙ. φρικίασις, ἀνατριχίασις, «ἀνατρίχιασμα», «τρεμοῦλα», Ἱππ. Ἀφορ. 1255, κ. ἀλλ.· μάλιστα τὸ ἐκ τοῦ ῥίγους, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Α, Θεοφρ. Ἀποσπάσμ. 3. 74, Νικ. Θηρ. 721· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. πρβλ. 1. 39, κ. ἀλλ. 2) «τρεμούλιασμα» ἐκ φόβου, φρικίασις ἡ μάλιστα ἐκ θρησκευτικοῦ σεβασμοῦ, φρίκης αὐτὸν ὑπελθούσης Ἡρόδ. 6. 134· τοίην φρ. παρέχεις μοι Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1306, πρβλ. Ἀποσπ. 921, Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 2, 15, Πλάτ. Πολ. 387C· ― ἀκολούθως καθόλου, φόβος οἱοσδήποτε δυνάμενος νὰ παραγάγῃ φρικίασιν, φρίκᾳ τρομερὰν φρένα Εὐρ. Φοίν. 1285· ἐκπληχθεῖσα φρίκᾳ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 183· φρίκᾳ ματρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 898· συνημμένον μετὰ τοῦ δέος, ἔκπληξις, θάμβος, φόβος κλπ., Πλούτ. ΙΙΙ. παγετός, ψῦχος δριμύ, παρὰ Γελλίῳ 17.8, 7.