θόασμα
From LSJ
Full diacritics: θόασμα | Medium diacritics: θόασμα | Low diacritics: θόασμα | Capitals: ΘΟΑΣΜΑ |
Transliteration A: thóasma | Transliteration B: thoasma | Transliteration C: thoasma | Beta Code: qo/asma |
ατος, τό,
A a place for dancing, etc., Orph.H.49.6.
[Seite 1213] τό, ein Ort zu schneller Bewegung, Tummelplatz, Τμῶλος καλὸν Λυδοῖσι θόασμα Orph. H. 48, 6.
θόασμα, τὸ (Α) θοάζω (I)]
τόπος για όρχηση, για χορό.