κασαυρεῖον
From LSJ
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
English (LSJ)
τό,
A brothel, Hsch. (pl.), prob. for κασαυρίοισι in Ar. Eq.1285; cf. κασώριον.
German (Pape)
[Seite 1333] τό, u. κασαύριον, = κασάλβιον, Ar. Equ. 1282, s. κασώριον.
Greek Monolingual
κασαυρεῑον και κασαύριον και κασώριον, τὸ (Α)
πορνείο, χαμαιτυπείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασαύρα + κατάλ. -εῖον (πρβλ. πορν-είον, κυλικ-είον, μεταλλ-είον)].