καρφόω
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
A = κάρφω, AP7.385 (Phil., Pass.). II nail, Sch.Ar. Ra.844 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1332] = κάρφω; δένδρεα καρφοῦται, πετάλων κόσμον ἀναινόμενα, sie verdorren, Philp. 75 (VII, 385).
Greek (Liddell-Scott)
καρφόω: κάρφω, Ἀνθ. Π. 7. 385· παρ’ Ἡσύχ. καρφύνω, «καρφύνεσθαι· ξηραίνεσθαι. φθείρεσθαι».