ποικιλόχροος
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
ον, = sq., Lyd.Ost.10b, Aët.15.13.
German (Pape)
[Seite 650] zsgzgn -χρους, buntfarbig, von buntem Leibe, von bunter Haut, acc. ποικιλόχροα Arist. bei Ath. VII, 319 c.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόχροος: -ον, ὁ ἔχων ποικίλον, χρῶμα, Ἀριστ. Ἀποσπ. 279· ― μεταγεν., -χρωμος, ον, Οἰκουμέν.· -χρως, ωτος, ὁ, ἡ, Ideler Phys. 2. 200, κλπ.