ἀνάπειρα

From LSJ
Revision as of 10:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπειρα Medium diacritics: ἀνάπειρα Low diacritics: ανάπειρα Capitals: ΑΝΑΠΕΙΡΑ
Transliteration A: anápeira Transliteration B: anapeira Transliteration C: anapeira Beta Code: a)na/peira

English (LSJ)

ἡ,

   A trial, proof, πλοίων Plb.25.4.8, cf. Callix.1.    II in pl., exercises, -ρας ποιῶν τοῖς πληρώμασι Plb.1.59.12.    III ἀνάπειρα· ῥυθμὸς αὐλητικός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 201] ἡ, Probe, πλοίων, Pol. 26, 7; Uebung, καὶ μελέται, 10, 20; ἀναπείρας ποιεῖσθαι, exereiren, neben γυμνάζειν τοὺς στρατιώτας, Diod. S. 18, 38 u. öfter; ἄμπειρα, Strab. IX, 3, 421.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπειρα: ἡ, τὸ λαμβάνειν πεῖράν τινος, δοκιμάζειν, τὴν ἀνάπειραν τῶν πλοίων Πολύβ. 26. 7. 8· ἐν τῷ μικρῷ λιμένι τὰς ἀναπείρας ἐποιοῦντο Διόδ. 13. 8. ΙΙ. κατὰ πληθ., ἀσκήσεις στρατιωτῶν, Πολύβ. 10. 20, 6.