κεντροπαγής

From LSJ
Revision as of 10:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173

German (Pape)

[Seite 1418] ές, den Stachel einheftend, Salmas. Em. für κεντρομανής im Ep. ad. 121.

Greek (Liddell-Scott)

κεντροπᾰγής: -ές, ὁ βαθέως ἐμπηγνύς τὸ κέντρον, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κεντρομανὴς ΙΙ.