κεντροπαγής
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
German (Pape)
[Seite 1418] ές, den Stachel einheftend, Salmas. Em. für κεντρομανής im Ep. ad. 121.
Greek (Liddell-Scott)
κεντροπᾰγής: -ές, ὁ βαθέως ἐμπηγνύς τὸ κέντρον, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κεντρομανὴς ΙΙ.
Russian (Dvoretsky)
κεντροπαγής: Anth. = κεντροραγής.