κεντρομανής
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
κεντρομανές,
A maddened by the spur, AP13.18 (Parmeno; -ρραγῆ cod.).
II ἄγκιστρον κεντρομανές, of love, maddening by its barbs, ib.5.246 (Maced.).
German (Pape)
[Seite 1418] ές, mit dem Stachel rasend; ἄγκιστρον στόμα, vom Munde des Liebe entflammenden u. wie ein Anker festhaltenden Mädchens, Maced. 13 (V, 247); Parmen. (XIII, 18) παῖς, vom Wagenlenker, unmäßig spornend, wofür Ep. ad. 121 κεντροπαγής steht.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 blessé par l'éperon;
2 dont l'aiguillon rend fou (d'amour).
Étymologie: κέντρον, μαίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
κεντρομᾰνής:
1 бешено пришпоривающий, погоняющий (παῖς Anth. - v.l. κεντροπαγής или κεντροραγής);
2 уязвляющий (любовью), сводящий с ума (ἄγκιστρον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κεντρομᾰνής: -ές, κεντῶν ὡς μαινόμενος, Ἀνθ. Π. 13. 18. ΙΙ. ἄγκιστρον κ., ἐπὶ τοῦ στόματος τοῦ φιλοῦντος ἐρωτικῶς, κεντρομανὲς δ’ ἄγκιστρον ἔφυ στόμα, τὸ στόμα τοῦ φιλοῦντος ἐρωτικῶς ἔχει τὴν δύναμιν νὰ ἐκμαίνῃ καὶ νὰ ἑλκύῃ τὸν ἐρώμενον ὡς τὸ ἄγκιστρον τὴν ἄγραν, αὐτόθι 5. 247.
Greek Monotonic
κεντρομᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που κεντά μαινόμενος ή αυτός που κεντρίζει μέχρι μανίας, σε Ανθ.
Middle Liddell
κεντρο-μᾰνής, ές μαίνομαι
madly spurring, or spurring to madness, Anth.