ἀποφέρβομαι
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
A feed on, σοφίαν dub. l. in E.Med.826 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 334] abweiden; übertr., Eur. ἱερᾶς χώρας σοφίαν, genießen, Med. 827.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφέρβομαι: ἀποθ. τρέφομαι ἀπό τινος, καρποῦμαι, ἱερᾶς χώρας ἀπορθήτου τ’ ἀποφερβόμενοι κλεινοτάταν σοφίαν Εὐρ. Μήδ. 826.