σεμνομυθέω
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
A = σεμνολογέω, E.Hipp.490, Andr.234, Phld.Vit.p.36 J. (dub.), Ph. 1.151:—also Med. σεμνομυθέομαι, ib.233.
German (Pape)
[Seite 871] = σεμνολογέω, Eur. Hipp. 490 Andr. 233; häufiger σεμνομυθέομαι, Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνομῡθέω: σεμνολογέω, Εὐρ. Ἱππ. 490, Ἀνδρ. 234· ὡσαύτως ὡς ἀποθ. σεμνομυθέομαι, Φίλων 1. 233.