ἀποκρουστικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A able to drive off, dispel, Dsc.1.116; δυνάμεις Gal.1.396; repulsive, D.L.2.87. 2 waning, ἀ. σελήνη Ptol.Tetr.149, cf. Paul.Al.G.4; δέλτος ἀ. πρὸς σελήνην PMag.Par.1.2241.
German (Pape)
[Seite 309] zurückstoßend, abwehrend, φάρμακα Medic.; σελήνη, der abnehmende Mond, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρουστικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος ἢ ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἀποκρούσῃ, φάρμακα ἀποκρουστικά, τὰ ἀναστέλλοντα τὸ φερόμενον ὑπὸ τῶν ῥευμάτων ἐπὶ τὸ πεπονθός, Γαλην. τ. 12. σ. 226, Διοσκ. 1. 167, ἴδε ἀπόκρουσις.