ἀποκρουστικός

From LSJ
Revision as of 10:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκρουστικός Medium diacritics: ἀποκρουστικός Low diacritics: αποκρουστικός Capitals: ΑΠΟΚΡΟΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apokroustikós Transliteration B: apokroustikos Transliteration C: apokroustikos Beta Code: a)pokroustiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to drive off, dispel, Dsc.1.116; δυνάμεις Gal.1.396; repulsive, D.L.2.87.    2 waning, ἀ. σελήνη Ptol.Tetr.149, cf. Paul.Al.G.4; δέλτος ἀ. πρὸς σελήνην PMag.Par.1.2241.

German (Pape)

[Seite 309] zurückstoßend, abwehrend, φάρμακα Medic.; σελήνη, der abnehmende Mond, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκρουστικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος ἢ ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἀποκρούσῃ, φάρμακα ἀποκρουστικά, τὰ ἀναστέλλοντα τὸ φερόμενον ὑπὸ τῶν ῥευμάτων ἐπὶ τὸ πεπονθός, Γαλην. τ. 12. σ. 226, Διοσκ. 1. 167, ἴδε ἀπόκρουσις.