καρόω
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
A plunge into deep sleep or torpor, stun, stupefy, πληγαὶ καροῦσαι Hp.Art.30; of wine, Antipho Soph.34, Anaxandr.3, cf. Ath.1.33a; ὀδμὴ καροῦσα a stupefying smell, Id.15.675d:—Pass., to be stupefied, ὑπὸ βροντῆς, of certain fish, Arist.HA602b23; ὑπὸ μύρου, of bees, Id.Mir.832a3; ὑπὸ τῶν εὐωδιῶν Str.16.4.19; θανάτῳ κεκαρωμένα . . πέλωρα Theoc.24.59; τραύμασι D.H.3.19, cf. Plu.Art.11; τὴν διάνοιαν D.H.Th.34; of drunken sleep, LXXJe.28(51).39.
German (Pape)
[Seite 1328] in schweren, tiefen Schlaf versenken, betäuben; καροῦσθαι ὑπὸ βροντῆς Arist. H. A. 8, 20; θανάτῳ κεκαρωμένος Theocr. 24, 58; τραύμασιν D. Hal. 3, 19; vom Weine Ath. I, 33 a; Anaxandrid. bei Ath. XI, 481 f; vom Geruch, Ath. XV, 675 d; erstarren, von einer Schlange, S. Emp. pyrrh. 1, 58.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρόω: μέλλ. -ώσω, βυθίζω εἰς βαθὺν ὕπνον, ναρκώνω, πληγαὶ καροῦσαι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 797· ἐπὶ οἴνου, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ἀγροίκοις» 2, πρβλ. Ἀθήν. 33Α· ὀδμὴ καροῦσα, ὀσμὴ ναρκοῦσα, ἐπιφέρουσα ἀναισθησίαν, αὐτόθι 675D. - Παθ., αἰσθάνομαι βάρος ἐν τῇ κεφαλῇ, ναρκοῦμαι ὑπὸ βροντῆς, ἐπί τινων ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 1· ὑπὸ μύρου, ἐπὶ μελισσῶν, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 21· καρούμενοι ὑπὸ τῶν εὐωδιῶν Στράβ. 778· θανάτῳ κεκαρωμένος Θεόκρ. 24. 58· τραύμασι Διον. Ἁλ. 3. 19· τὴν διάνοιαν ὁ αὐτ. π. Θουκ. 34· πρβλ. χαρακόω.