ἐφιαλτία
From LSJ
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
German (Pape)
[Seite 1118] ἡ, u. ἐφιάλτιον, τό, ein Kraut, das gegen Alpdrücken schützen sollte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφιαλτία: ἡ, ἢ ἐφιάλτιον, τὸ, βοτάνη προφυλακτικὴ κατὰ τοῦ ἐφιάλτου, Ποιητ. περὶ Δυνάμ. Βοταν. ἐν Ἑλλ. Βιβλιοθ. Φαβρ. τ. 2. 654. 162.