δορίγαμβρος
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ον,
A bride of battles, i.e. causing war by marriage, or wooed by battle, of Helen, A.Ag.686 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 658] heißt Helena, Aesch. Ag 672, durch ihre Vermählung Krieg erregend.
Greek (Liddell-Scott)
δορίγαμβρος: [ῐ], -ον, περὶ τῆς Ἑλένης, ἡ γενομένη αἰτία πολέμου ἕνεκα τοῦ γάμου ἢ ἠ διὰ μάχης κτηθεῖσα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 686.