ἐξαυαίνω
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
A dry up, ὁ νότος . . τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων ἐξηύηνε (aor. 1) Hdt.4.173:—Pass., τὰ δένδρεα . . ἐξαυάνθη ib.151, cf. Hp.Carn.11, Ar.Fr.612, Arist.GA 750a22, Hsch. s.v. ἐξευασμένον.
German (Pape)
[Seite 874] ausdörren; ἐξηύηνε Her. 4, 175; ἐξαυάνθη 4, 151, u. so pass. oft; Arist. von Bäumen, verdorren; παιδάριον ἐξαυαίνεται Ar. fr. inc. 46.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαυαίνω: ἐντελῶς ἀποξηραίνω, ὁ νότος... τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων ἐξηύηνε (ἀόρ. α΄) Ἡρόδ. 4. 173: - Παθ., τὰ δένδρεα ἐξαυάνθη αὐτόθι 151, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 514.