περιφαής
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
English (LSJ)
ές,
A gleaming all round, βλεφάρων περιφαέα [ᾱ metri gr.] κύκλα Opp.H.2.6.
German (Pape)
[Seite 598] ές, ringsum leuchtend, blickend, βλεφάρων κύκλα, Opp. Hal. 2, 6 [wo α lang ist].
Greek (Liddell-Scott)
περιφαής: -ές, ὁ λάμπων, βλέπων ὁλόγυρα, βλεφάρων περιφαέα κύκλα [[[ἔνθα]] ἡ προπαραλήγ. ἐκτείνεται ὡς ἐν τῷ φάεα], Ὀππ. Ἁλ. 2. 6.