νεόφρων
From LSJ
ἐρημία μεγάλη 'στὶν ἡ Μεγάλη Πόλις → the Great City is a great wasteland
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)
A childish in spirit, dub.l. in Panyas.12.11 (leg. ἐνεό-): freq. as pr. n.
German (Pape)
[Seite 245] ονος, jugendlich gesinnt, Panyas. bei Stob. Floril. 18, 22.
Greek (Liddell-Scott)
νεόφρων: ὁ, ἡ, φρονῶν παιδαριώδη, διάφ. γραφὴ παρὰ Πανυάσ. 1. 11· - συχν. ὡς κύρ. ὄνομα.