νεόφρων
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) childish in spirit, dub.l. in Panyas.12.11 (leg. ἐνεό-): freq. as pr. n.
German (Pape)
[Seite 245] ονος, jugendlich gesinnt, Panyas. bei Stob. Floril. 18, 22.
Greek (Liddell-Scott)
νεόφρων: ὁ, ἡ, φρονῶν παιδαριώδη, διάφ. γραφὴ παρὰ Πανυάσ. 1. 11· - συχν. ὡς κύρ. ὄνομα.
Greek Monolingual
-ον (Α νεόφρων, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. είδος ιερακόμορφου πτηνού, κν. ασπροπάρης
αρχ.
αυτός που σκέπτεται σαν να είναι παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neophron, από το όνομα Νεόφρων, ανθρώπου που ο Αntoninus Liberalis (2ος μ.Χ. αιώνας) στο έργο του Μetamorphoses, μετέτρεψε σε αρπακτικό πουλί].