εὐνέτης
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
ου, ὁ, (εὐνή)
A = εὐναστήρ, E.Or.1392 (lyr.), AP9.241 (Antip. <Thess.>):—fem. εὐνέτις, ιδος, Hp.Epid.7.42, A.R.4.96, etc.
German (Pape)
[Seite 1082] ὁ, Lagergenosse, Gemahl, Eur. Or. 1393 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνέτης: -ου, ὁ, (εὐνή) = εὐναστήρ, Εὐρ. Ὀρ. 1393, Ἀνθ. Π. 9. 241: - θηλ. εὐνέτις, ιδος, Ἱππ. 1221Ε, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 96, κλ.