ἔκδοτος

From LSJ
Revision as of 10:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκδοτος Medium diacritics: ἔκδοτος Low diacritics: έκδοτος Capitals: ΕΚΔΟΤΟΣ
Transliteration A: ékdotos Transliteration B: ekdotos Transliteration C: ekdotos Beta Code: e)/kdotos

English (LSJ)

ον,

   A given up, delivered, esp. betrayed, ἔκδοτόν μιν ἐποίησε ἐς τοὺς Πέρσας Hdt.3.1, cf. Isoc.4.122 ; τὴν Βοιωτίαν Θηβαίοις Aeschin.3.142 ; ἱκέτην ἔ. διδόναι D.23.85, etc. ; τοῖς πολεμίοις παραδιδόναι Lycurg.85 ; οὔτε σοὶ οὔτε ἄλλῃ οὐδεμιᾷ περιστάσει δώσομεν ἑαυτοὺς ἐ. Metrod.Fr.49 ; λαβών τινα ἔ. ὑπὸ τοῦ ὕπνον J.AJ6.13.9 ; ἔκδοτος ἄγεσθαι Hdt.6.85 ; γίγνεσθαι ibid., E.Ion1251 ; ἔ. διὰ χειρὸς ἀνόμων Act.Ap.2.23 : metaph., παρέχειν ἑαυτὴν ἔ. τινι to give herself entirely up to him, Luc.DDeor.20.13 ; ἔ. σεαυτὴν τῷ ποταμῷ ἐᾶσαι Porph. Marc.5 ; [χώρα] ἔ. τῷ κακῷ Id.Chr.49 ; πρὸς ὕβριν ἔ. Iamb.Protr. 2.    II given in marriage, PMasp.5.10 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 758] adj. verb. zu ἐκδίδωμι, in den daselbst angeführten Bedeutungen, bes. = verrathen, ἔκδοτον ποιεῖν τινα ἐς τοὺς Πέρσας, an die Perser, Her. 3, 1, wie τινί Isocr. 4, 122; Aesch. 3, 61; ἔκδοτος γίγνομαι Eur. Ion 1251; Her. 6, 85; auch ἔκδοτον διδόναι, Dem. 23, 217; ἑαυτὴν ἔκδοτον παρέχειν, sich hingeben, Luc. D. D. 20, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκδοτος: -ον, ὁ ἐκδιδόμενος, παραδιδόμενος, κυρίως ὁ προδιδόμενος, ἔκδοτόν μιν ἐποίησε ἐς τοὺς Πέρσας Ἡρόδ. 3. 1, πρβλ. Ἰσοκρ. 66Β, Αἰσχίν. 73. 42· ἔκδ. τινα διδόναι Δημ. 648. 25· γίγνεσθαι αὐτόθι, Εὐρ. Ἴων 1251· μεταφ., παρέχειν ἑαυτὴν ἔκδοτόν τινι, παραδιδόναι ἑαυτὴν ὁλοκλήρως εἴς τινα, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 13.