δυσαποκατάστατος
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
ον,
A hard to restore, M.Ant.11.8, Gal.14.792. II hard to recover from, ὀργαί Phld.Ir.p.63 W.
German (Pape)
[Seite 676] schwer wieder herzustellen; M. Ant. 11, 8; Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαποκατάστᾰτος: -ον, δυσκόλως ἀποκαθιστάμενος, δυσεπανόρθωτος Μ. Ἀντων. 11. 8, Γαλην.· 2, 397.