κατειρωνεύομαι
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
A use irony towards, banter, τινας Plu.2.211d, cf. Cat.Ma.11; τινος J.BJ7.8.1, al., Jul.Or.6.198b; τῆς ἀγνοίας J.BJ4.3.1: abs., -όμενος jestingly, Parth.7.2, cf. Plu.Agis18. 2 treat in a spirit of raillery, τι Id.Comp.Dem.Cic.1. II feign, πένθος J.BJ 2.2.5. 2 conceal, dissimulate, τὴν ἐξουσίαν, τὸν χρησμόν, Plu.Phoc. 29, Comp.Ages.Pomp.1; ὑπόσχεσιν Aristaenet.1.4.
German (Pape)
[Seite 1394] sich der Ironie gegen Einen bedienen, um ihn zu täuschen od. zu verspotten, ihn durch Verstellung verspotten; τινός, Sp., wie Plut., z. B. Lacon. apophth. p. 182; absolut, = simplex, de aud. poet. p. 117; πράγματα σπουδῆς ἄξια γέλωτι καὶ παιδιᾷ, d. i. lächerlich machen, comp. Dem. 1.
Greek (Liddell-Scott)
κατειρωνεύομαι: ἀποθ., μεταχειρίζομαι εἰρωνείαν πρός τινα, ἵνα τὸν περιπαίξω ἢ τὸν ἀπατήσω, τινος Πλούτ. 2. 211D, πρβλ.Wyttenb. 31Ε· πράγματα σπουδῆς ἄξια γέλωτι καὶ παιδιᾷ κατειρωνευόμενος, καταγελῶν καὶ περιπαίζων, ὁ αὐτ. ἐν Συγκρ. Δημ. κ. Κικ. 1. 2)προσποιοῦμαι, μετ’ ἀπαρ., τοὺς βαρβάρους διαφθείρειν κατ. Θεοφυλάκτ. Σιμ. Ἱστ. 100Α· (ὁ Φώτ. «κατειρωνεύεται· μεγαλοφρονεῖ, ὑποκρίνεται, δολιεύεται» καὶ «κατειρωνευσάμενοι· καταρρᾳθυμήσαντες καὶ στρατευσάμενοι· ὅθεν καὶ εἴρωνα τὸν ἀργὸν λέγουσιν»), πρβλ. καὶ Συνεσ. Ἐπιστ. 121 σ. 257C σὺ δὲ ἀκκιεῖ καὶ κατειρωνεύσει.