ποινοποιός
From LSJ
English (LSJ)
όν,
A taking vengeance, αἱ π. the avenging goddesses, Ps.Luc. Philopatr.23.
German (Pape)
[Seite 652] Rache, Strafe bereitend, vollziehend, αἱ ποινοποιοί, die Rachegöttinnen, Luc. Philopatr. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ποινοποιός: -όν, ὁ ἐκδικῶν, ἐκδίκησιν ἐνεργῶν, αἱ πινοποιοί, αἱ τῆς ἐκδικήσεως θεότητες, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 23.