ἀνθοφορέω
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
A gather honey from flowers, of bees, Arist.HA625b19. II pioduce flowers, AP10.16 (Theaet.). III to be an ἀνθοφόρος 11, IG12(8).553 (Thasos) (-ίσασα lapis).
German (Pape)
[Seite 233] Blumen tragen, Arist. H. A. 9, 40; Theaet. Schol. 2 (X, 16).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοφορέω: φέρω μέλι ἀπὸ τῶν ἀνθέων, ἐπὶ μελισσῶν, αἱ μὲν ἀνθοφοροῦσιν, αἱ δὲ ὑδροφοροῦσιν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 32. ΙΙ. φέρω, παράγω ἄνθη, λήιον ἐκ ῥοδέων ἀνθοφορεῖ καλύκων Ἀνθ. ΙΙ. 10. 16. 2) ὡς τὸ ἄνθινα φορεῖν, φορῶ ἀνθηρὰν καὶ πεποικιλμένην ἐσθῆτα, διάγω ὡς ἑταίρα, Κλήμ. Ἀλ. 195.